- Ἐρίφης
- Ἐρίφηfem gen sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερίφης — ο (λ. τουρκ.), θηλ. ισσα 1. άνθρωπος ανόητος, που προσπαθεί να κάνει τον έξυπνο, πονηρός: Ο ερίφης τα θέλει όλα δικά του. 2. δυστυχισμένος, άθλιος, κακόμοιρος: Ο ερίφης κόντεψε να καεί ζωντανός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ερίφης — ο (θηλ. ερίφισσα) 1. ατυχής, άθλιος, κοκομοίρης 2. πονηρός, κατεργάρης 3. σκληρόκαρδος, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. herif] … Dictionary of Greek
ἐρίφης — ἐρί̱φης , ῥίπτω throw aor ind pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)